Anonymous

κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
}}
{{elru
|elrutext='''κόθουρος:''' [*[[κοθώ]] «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
}}
}}