Anonymous

κολόκυμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολόκῡμα:''' -ατος, τό, μεγάλο [[κύμα]] [[πριν]] σπάσει ([[κόλον]] [[κῦμα]]), η [[φουσκοθαλασσιά]] που προηγείται της καταιγίδας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κολόκῡμα:''' -ατος, τό, μεγάλο [[κύμα]] [[πριν]] σπάσει ([[κόλον]] [[κῦμα]]), η [[φουσκοθαλασσιά]] που προηγείται της καταιγίδας, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κολόκῡμα:''' ατος τό досл. «безмолвная» волна (во время затишья, перед грозой), перен. надвигающаяся гроза, угроза Arph.
}}
}}