3,273,773
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κνίσμα:''' -ατος, τό ([[κνίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ. | |lsmtext='''κνίσμα:''' -ατος, τό ([[κνίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνίσμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> обрезок, клочок (κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> царапина: (κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, sc. τοῦ αἰετοῦ Anth.);<br /><b class="num">3)</b> мелкая ссора: τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. размолвки влюбленных. | |||
}} | }} |