Anonymous

κορθύνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορθύνω:''' και [[κορθύω]][ῡ], ([[κόρθυς]]), [[ανυψώνω]], [[σηκώνω]], [[αυξάνω]], [[Ζεὺς]] κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]], αύξησε την [[οργή]] του, σε Ησίοδ. — Παθ., <i>κῦμακορθύεται</i>, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κορθύνω:''' και [[κορθύω]][ῡ], ([[κόρθυς]]), [[ανυψώνω]], [[σηκώνω]], [[αυξάνω]], [[Ζεὺς]] κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]], αύξησε την [[οργή]] του, σε Ησίοδ. — Παθ., <i>κῦμακορθύεται</i>, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κορθύνω:''' (ῡ) (эп. aor. κόρθυνα) нагромождать, накоплять ([[Ζεὺς]] [[ἐπεὶ]] [[οὖν]] κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]] Hes.).
}}
}}