Anonymous

κατάφυτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάφῠτος:''' -ον, ολόφυτος με [[κάτι]], [[κατάφυτος]], με δοτ., σε Λουκ.
|lsmtext='''κατάφῠτος:''' -ον, ολόφυτος με [[κάτι]], [[κατάφυτος]], με δοτ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάφῠτος:''' <b class="num">1)</b> обсаженный деревьями, покрытый растительностью (τόποι Polyb.; [[περίπατος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> заросший (τῷ ἀσφοδέλῳ Luc.).
}}
}}