Anonymous

κελαινόομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελαινόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαύρος]] ή [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κελαινόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαύρος]] ή [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κελαινόομαι:''' становиться черным, чернеть, т. е. наполняться ужасом (σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς [[ἔπος]] κλυοῦσᾳ Aesch.).
}}
}}