Anonymous

κομίζω: Difference between revisions

From LSJ
4,011 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κομίζω:''' μέλ. [[κομιῶ]], [[έπειτα]] <i>κομίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκόμισα</i>, Επικ. [[ἐκόμισσα]] ή <i>[[κόμισσα]]</i>, Δωρ. <i>ἐκόμιξα</i>· παρακ. <i>κεκόμικα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κομιοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ιεῦμαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκομισάμην</i>, Επικ. <i>ἐκομισσ-</i> ή <i>κομισσ-</i> — Παθ., μέλ <i>-ισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκομίσθην</i>, παρακ. <i>κεκόμισμαι</i> ([[συχνά]] με Μέσ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φροντίζω]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[επιμελούμαι]], [[περιποιούμαι]], σε Όμηρ.· [[καλοδέχομαι]], [[ξενίζω]], [[περιποιούμαι]], σε Θουκ.· περισσότερο κοινώς στη Μέσ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενδιαφέρομαι]], [[παρακολουθώ]], [[νοιάζομαι]], [[υπολογίζω]], στον ίδ. κ.λπ.· [[ἔξω]] κομίζειν πηλοῦ [[πόδα]], [[κρατώ]] το [[πόδι]] μου έξω από τη [[λάσπη]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεταφέρω]] ώστε να κρατήσω, [[μεταφέρω]] προς [[φύλαξη]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απλά, [[διασώζω]], [[φυλάω]], <i>τινὰ ἐκ θανάτου</i>, σε Πίνδ.· [[αλλά]], <i>νεκρὸν κ</i>., [[μεταφέρω]] για [[ταφή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κερδίζω]] σαν [[βραβείο]] ή [[λάφυρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. — Μέσ., [[παίρνω]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταφέρω]], [[βαστάζω]], [[μεταβιβάζω]], [[διακομίζω]], σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ., μεταφέρομαι, [[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]] ή στην [[ξηρά]], σε Ηρόδ.· [[εἴσω]] κομίζου, είσελθε, μπες, σε Αισχύλ.· ομοίως στον μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, <i>κομιεύμεθα ἐς Σῖριν</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[φέρνω]] σε κάποιο [[μέρος]], [[εισάγω]], [[εισφέρω]], <i>καρπὸν κ</i>., κάνω τη [[συγκομιδή]] του σιταριού, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ., σε Σοφ.· και Παθ. παρακ. με Μέσ. [[σημασία]], <i>τοὺς καρποὺς κεκόμισθε</i>, έχετε θερίσει τους καρπούς, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]], σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· κ. [[ναῦς]], σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> [[επαναφέρω]], [[επιστρέφω]], σε Πίνδ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., [[επιστρέφω]], [[ανακτώ]], σε Ευρ., Θουκ.· <i>κομίζεσθαι χρήματα</i>, [[εξοφλώ]] [[χρέος]], σε Δημ. — Παθ., [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] [[πίσω]], [[υποστρέφω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">7.</b> όπως το Λατ. affeco, [[χορηγώ]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κομίζω:''' μέλ. [[κομιῶ]], [[έπειτα]] <i>κομίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκόμισα</i>, Επικ. [[ἐκόμισσα]] ή <i>[[κόμισσα]]</i>, Δωρ. <i>ἐκόμιξα</i>· παρακ. <i>κεκόμικα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κομιοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ιεῦμαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκομισάμην</i>, Επικ. <i>ἐκομισσ-</i> ή <i>κομισσ-</i> — Παθ., μέλ <i>-ισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκομίσθην</i>, παρακ. <i>κεκόμισμαι</i> ([[συχνά]] με Μέσ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φροντίζω]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[επιμελούμαι]], [[περιποιούμαι]], σε Όμηρ.· [[καλοδέχομαι]], [[ξενίζω]], [[περιποιούμαι]], σε Θουκ.· περισσότερο κοινώς στη Μέσ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενδιαφέρομαι]], [[παρακολουθώ]], [[νοιάζομαι]], [[υπολογίζω]], στον ίδ. κ.λπ.· [[ἔξω]] κομίζειν πηλοῦ [[πόδα]], [[κρατώ]] το [[πόδι]] μου έξω από τη [[λάσπη]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεταφέρω]] ώστε να κρατήσω, [[μεταφέρω]] προς [[φύλαξη]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απλά, [[διασώζω]], [[φυλάω]], <i>τινὰ ἐκ θανάτου</i>, σε Πίνδ.· [[αλλά]], <i>νεκρὸν κ</i>., [[μεταφέρω]] για [[ταφή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κερδίζω]] σαν [[βραβείο]] ή [[λάφυρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. — Μέσ., [[παίρνω]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταφέρω]], [[βαστάζω]], [[μεταβιβάζω]], [[διακομίζω]], σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ., μεταφέρομαι, [[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]] ή στην [[ξηρά]], σε Ηρόδ.· [[εἴσω]] κομίζου, είσελθε, μπες, σε Αισχύλ.· ομοίως στον μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, <i>κομιεύμεθα ἐς Σῖριν</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[φέρνω]] σε κάποιο [[μέρος]], [[εισάγω]], [[εισφέρω]], <i>καρπὸν κ</i>., κάνω τη [[συγκομιδή]] του σιταριού, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ., σε Σοφ.· και Παθ. παρακ. με Μέσ. [[σημασία]], <i>τοὺς καρποὺς κεκόμισθε</i>, έχετε θερίσει τους καρπούς, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]], σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· κ. [[ναῦς]], σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> [[επαναφέρω]], [[επιστρέφω]], σε Πίνδ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., [[επιστρέφω]], [[ανακτώ]], σε Ευρ., Θουκ.· <i>κομίζεσθαι χρήματα</i>, [[εξοφλώ]] [[χρέος]], σε Δημ. — Παθ., [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] [[πίσω]], [[υποστρέφω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">7.</b> όπως το Λατ. affeco, [[χορηγώ]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κομίζω:''' (эп. aor. [[ἐκόμισσα]] и дор. [[ἐκόμιξα]], эп. inf. κομιζέμεν; med.: fut. κομιοῦμαι - ион. κομιεῦμαι, aor. ἐκομισάμην - эп. ἐκομισσάμην и κομισσάμην)<br /><b class="num">1)</b> заботиться, окружать вниманием (τὸν γηράσκοντα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> воспитывать, выращивать, лелеять (τινὰ κ. καὶ ἀτιταλλέμεναι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> выкармливать, вскармливать (τυρῷ καὶ μέλιτι καὶ οἴνῳ, sc. τινά Hom.);<br /><b class="num">4)</b> med. радушно принимать у себя (τινὰ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Hom.);<br /><b class="num">5)</b> заботиться, исполнять, делать (τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἔργα Hom.; med. ἔργα Δημήτερος Hes.): κτήματα κ. Hom. управлять хозяйством;<br /><b class="num">6)</b> спасать (τινὰ θανάτου Pind.): κόμισαί με Hom. спаси меня;<br /><b class="num">7)</b> спасать от забвения, увековечивать (τὰ καλὰ ἔργα Pind.);<br /><b class="num">8)</b> уносить (χρυσόν, [[νεκρόν]] Hom.): [[ἔγχος]] ἐν χροῒ κομίσασθαι Hom. унести в своем теле копье, т. е. получить рану от копья; [[ἔξω]] κ. ὀλεθρίου πηλοῦ [[πόδα]] погов. Aesch. вытащить ногу из гибельного болота, т. е. избежать опасности; κ. χλαῖναν Hom. поднять (брошенную) одежду; πέμψαι κ. τι Hom. отослать что-л.;<br /><b class="num">9)</b> уводить (δόμων [[ἔσω]] τινά Aesch.);<br /><b class="num">10)</b> увозить (τινὰ ἐν ἁμάξῃ, τὸ [[ἄγαλμα]] ἐπὶ [[Δήλιον]] Her.);<br /><b class="num">11)</b> угонять (ἵππους Hom.; ποίμνας ἐς δόμους Soph.);<br /><b class="num">12)</b> med. отправляться ([[πεζῇ]] Her.; διὰ θαλάττης Plut.);<br /><b class="num">13)</b> приносить ([[ἀλάβαστρον]] μύρου NT);<br /><b class="num">14)</b> привозить, доставлять (ἐξ ἄλλης πόλεως τι, med. τὸ ξενικὸν [[νόμισμα]] Plat.): κομισθεὶς [[οἴκαδε]] μέλλων θάπτεσθαι Plat. доставленный на родину для погребения;<br /><b class="num">15)</b> приводить (τὰς [[ναῦς]] Thuc.);<br /><b class="num">16)</b> med.-pass. возвращаться (ἐπ᾽ οἴκου Thuc.; εἰς τὴν ἀγοράν Polyb.);<br /><b class="num">17)</b> вводить (τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἓλληνας Isocr.);<br /><b class="num">18)</b> выставлять, выдвигать, провозглашать ([[δόξαν]] τινά Arst.);<br /><b class="num">19)</b> внушать ([[θράσος]] τινί Aesch.);<br /><b class="num">20)</b> med. добывать себе, получать, приобретать (χρήματα [[ναυτικά]] Lys.; σώφρονα [[χάριν]] Thuc.; ἔπαινον Soph.; [[δόξαν]] ἐσθλήν Eur.; τὴν ἀξίαν παρὰ [[θεῶν]] Plat.; τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον NT): τὸ [[τριώβολον]] οὐ κομιεῖται Arph. он не получит и триобола;<br /><b class="num">21)</b> med. взимать, взыскивать (τὸν ἔρανον Arst.; τόκον [[παρά]] τινος Dem.);<br /><b class="num">22)</b> med. брать или получать обратно (τὴν βασιλείαν Arph.; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους Thuc.).
}}
}}