Anonymous

κρήνη: Difference between revisions

From LSJ
411 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρήνη:''' Δωρ. [[κράνα]], ἡ, [[πηγάδι]], [[κρήνη]], [[βρύση]], [[πηγή]], Λατ. [[fons]], σε Ομηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς το [[φρέαρ]] ([[δεξαμενή]]), σε Ηρόδ., Θουκ.· οι ποιητές το χρησιμ. στον πληθ. για το [[νερό]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κρήνη:''' Δωρ. [[κράνα]], ἡ, [[πηγάδι]], [[κρήνη]], [[βρύση]], [[πηγή]], Λατ. [[fons]], σε Ομηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς το [[φρέαρ]] ([[δεξαμενή]]), σε Ηρόδ., Θουκ.· οι ποιητές το χρησιμ. στον πληθ. για το [[νερό]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρήνη:''' дор. [[κράνα|κράνᾱ]] (ρᾱ) ἡ родник, источник, ключ ([[μελάνυδρος]], [[καλλιρέεθρος]] Hom.; [[ἀείρυτος]] Soph.): Παρνασοῦ [[κράνα]] [[Κασταλία]] Pind. Кастальский ключ Парнаса; κρηνῶν ἐπιμεληταί Arst. смотрители источников.
}}
}}