Anonymous

κροταλίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κροτᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κρόταλον]]), [[χρησιμοποιώ]] κρόταλα ή καστανιέτες, σε Ηρόδ.· γενικά, <i>ἵπποι ὄχεα κροτάλιζον</i>, τα έσερναν με κρότο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κροτᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κρόταλον]]), [[χρησιμοποιώ]] κρόταλα ή καστανιέτες, σε Ηρόδ.· γενικά, <i>ἵπποι ὄχεα κροτάλιζον</i>, τα έσερναν με κρότο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κροτᾰλίζω:''' <b class="num">1)</b> грохотать, перен. с грохотом проносить (ἵπποι κείν᾽ ὄχεα κροτάλιζον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> трещать (τῶν γυναικῶν τινες, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Her.).
}}
}}