Anonymous

κρέκω: Difference between revisions

From LSJ
441 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκρεξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] το ύφασμα με την <i>[[κερκίδα]]</i>, [[υφαίνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[χτυπώ]] την [[λύρα]] με το [[πλήκτρο]], σε Ανθ.· γενικά, [[παίζω]] κάποιο όργανο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[κάθε]] διαπεραστικό ήχο, <i>βοὴν πτεροῖς κρ</i>., στον ίδ.
|lsmtext='''κρέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκρεξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] το ύφασμα με την <i>[[κερκίδα]]</i>, [[υφαίνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[χτυπώ]] την [[λύρα]] με το [[πλήκτρο]], σε Ανθ.· γενικά, [[παίζω]] κάποιο όργανο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[κάθε]] διαπεραστικό ήχο, <i>βοὴν πτεροῖς κρ</i>., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρέκω:''' <b class="num">1)</b> прибивать челноком, т. е. ткать ([[ἱστόν]] [[Sappho]]; πέπλους Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (о звуке) издавать (βοὴν πτεροῖς Arph.);<br /><b class="num">3)</b> выбивать плектром, наигрывать (νόμον ἐν κιθάρᾳ Anth.): κ. αὐλόν Arph. играть на свирели.
}}
}}