Anonymous

κρουστικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρουστικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για να χτυπήσει στα αυτιά, [[εντυπωσιακός]], σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για ρητοροδιδάσκαλο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρουστικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για να χτυπήσει στα αυτιά, [[εντυπωσιακός]], σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για ρητοροδιδάσκαλο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρουστικός:''' <b class="num">1)</b> разящий слух, громогласный, звучный (ὄργανα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (об ораторском искусстве) яркий, разительный (σαφὴς καὶ [[κρουστικός]] Arph.).
}}
}}