Anonymous

κυαμίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(22)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυαμίζω]] (Α) [[κύαμος]]<br />(για κορίτσια) βρίσκομαι σε [[ηλικία]] γάμου, [[ενηλικιώνομαι]].
|mltxt=[[κυαμίζω]] (Α) [[κύαμος]]<br />(για κορίτσια) βρίσκομαι σε [[ηλικία]] γάμου, [[ενηλικιώνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κυᾰμίζω:''' [[κύαμος]] 3] (о девушках) достигать зрелости, созревать Arph.
}}
}}