Anonymous

κρεάδιον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεάδιον:''' [ᾱ], τό, υποκορ. του [[κρέας]], [[τεμάχιο]] κρέατος, [[κομμάτι]] [[κρέας]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''κρεάδιον:''' [ᾱ], τό, υποκορ. του [[κρέας]], [[τεμάχιο]] κρέατος, [[κομμάτι]] [[κρέας]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεάδιον:''' (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.
}}
}}