Anonymous

κροῦμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κροῦμα:''' -ατος, τό ([[κρούω]]), [[χτύπημα]], [[πλήγμα]]· [[ήχος]] που παράγεται από το [[χτύπημα]] έγχορδων οργάνων με το [[πλήκτρο]], [[νότα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κροῦμα:''' -ατος, τό ([[κρούω]]), [[χτύπημα]], [[πλήγμα]]· [[ήχος]] που παράγεται από το [[χτύπημα]] έγχορδων οργάνων με το [[πλήκτρο]], [[νότα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κροῦμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> удар, толчок Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pl. бряцание, игра (ἐν [[λύρα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> мелодия, песня, напев (κρούματα ἐπὶ τὰ [[μέλη]] Plat.; κρούματα καὶ ᾄσματα Luc.).
}}
}}