Anonymous

κτῆσις: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτῆσις:''' -εως, ἡ ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απόκτηση]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>κατ' ἔργου κτῆσιν</i>, σύμφωνα με την [[επιτυχία]] στη δουλειά, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από τον παρακ.) [[κτήση]], [[κατοχή]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως περιληπτικό ουσ. = <i>κτήματα</i>, αποκτήματα, [[περιουσία]], [[ιδιοκτησία]], σε Όμηρ.· στον πληθ., σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''κτῆσις:''' -εως, ἡ ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απόκτηση]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>κατ' ἔργου κτῆσιν</i>, σύμφωνα με την [[επιτυχία]] στη δουλειά, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από τον παρακ.) [[κτήση]], [[κατοχή]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως περιληπτικό ουσ. = <i>κτήματα</i>, αποκτήματα, [[περιουσία]], [[ιδιοκτησία]], σε Όμηρ.· στον πληθ., σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κτῆσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> приобретение (χρημάτων Plat., Plut.; ἐπιστήμης Plat.): κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. приобрести что-л.;<br /><b class="num">2)</b> владение, обладание (πλούτου Soph.): κτῆσιν ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc. владеть золотыми приисками;<br /><b class="num">3)</b> имущество, достояние (πατρῴα κ. Soph.; αἱ κτήσεις τῶν πολιτῶν Plat.).
}}
}}