3,270,824
edits
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠνηγετέω:''' Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κυνηγέτης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατρύχω]], όπως [[ένας]] [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''κῠνηγετέω:''' Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κυνηγέτης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατρύχω]], όπως [[ένας]] [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠνηγετέω:''' дор. κῠνᾱγετέω<br /><b class="num">1)</b> идти на охоту Arph., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> охотиться, ловить или убивать на охоте (ὗς ἀγρίους Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> выслеживать (τὰ ἴχνη τινός Soph.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. κ. διωγμόν τινος Eur.) преследовать (τινα Aesch., Plut.). | |||
}} | }} |