Anonymous

κυνηγετέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνηγετέω:''' Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κυνηγέτης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατρύχω]], όπως [[ένας]] [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κῠνηγετέω:''' Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κυνηγέτης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατρύχω]], όπως [[ένας]] [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνηγετέω:''' дор. κῠνᾱγετέω<br /><b class="num">1)</b> идти на охоту Arph., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> охотиться, ловить или убивать на охоте (ὗς ἀγρίους Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> выслеживать (τὰ ἴχνη τινός Soph.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. κ. διωγμόν τινος Eur.) преследовать (τινα Aesch., Plut.).
}}
}}