Anonymous

κρεμάς: Difference between revisions

From LSJ
3
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεμάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[κρεμάννυμι]]<br /><b>φρ.</b> «κρεμὰς [[πέτρα]]» — [[βράχος]] [[κρεμαστός]], που προεξέχει σαν να κρέμεται (<b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κρεμάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[κρεμάννυμι]]<br /><b>φρ.</b> «κρεμὰς [[πέτρα]]» — [[βράχος]] [[κρεμαστός]], που προεξέχει σαν να κρέμεται (<b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κρεμάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f нависшая, свисающая ([[πέτρα]] Aesch.).
}}
}}