3,277,286
edits
(22) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[λαβυρινθώδης]], -ῶδες) [[λαβύρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, [[περίπλοκος]], [[πολύπλοκος]] («λαβυρινθῶδες [[οἴκημα]]», Προκ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]] ή αυτός του οποίου δύσκολα βρίσκει [[κάποιος]] τη [[λύση]] («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις»). | |mltxt=-ες (Α [[λαβυρινθώδης]], -ῶδες) [[λαβύρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, [[περίπλοκος]], [[πολύπλοκος]] («λαβυρινθῶδες [[οἴκημα]]», Προκ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]] ή αυτός του οποίου δύσκολα βρίσκει [[κάποιος]] τη [[λύση]] («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰβῠρινθώδης:''' <b class="num">1)</b> лабиринтообразный, закрученный ([[ἀστράγαλος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> запутанный, крайне сложный (ἐρωτήσεις Luc.). | |||
}} | }} |