Anonymous

κωλυσίδειπνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωλυσίδειπνος]], -ον (Α)<br />(για [[είδος]] σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε [[κάποιος]] στην [[αρχή]] του δείπνου δεν μπορούσε να φάει [[τίποτε]] [[άλλο]]) αυτός που εμποδίζει το [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>δειπνος</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[κωλυσίδειπνος]], -ον (Α)<br />(για [[είδος]] σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε [[κάποιος]] στην [[αρχή]] του δείπνου δεν μπορούσε να φάει [[τίποτε]] [[άλλο]]) αυτός που εμποδίζει το [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>δειπνος</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κωλῡσίδειπνος:''' (σῐ) шутл. мешающий пиру (об опаздывающих сотрапезниках) Plut.
}}
}}