Anonymous

κωφόω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωφόω''': (κωφὸς) = [[κωφάω]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΗ΄, 3, 13), Γαλην. 19. 116· ― Παθ., [[γίνομαι]] [[κωφός]], τὰ ὦτα Ἱππ. Ἀφ. 1251, πρβλ. 149Ε· [[γίνομαι]] βωβός, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΗ΄, 9)· εἶμαι [[ἀδρανής]], [[νωθρός]], [[πρός]] τι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπ.
|lstext='''κωφόω''': (κωφὸς) = [[κωφάω]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΗ΄, 3, 13), Γαλην. 19. 116· ― Παθ., [[γίνομαι]] [[κωφός]], τὰ ὦτα Ἱππ. Ἀφ. 1251, πρβλ. 149Ε· [[γίνομαι]] βωβός, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΗ΄, 9)· εἶμαι [[ἀδρανής]], [[νωθρός]], [[πρός]] τι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κωφόω:''' делать слабым, ослаблять Sext.
}}
}}