Anonymous

κωνάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_13b)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωνάω''': μέλλ. -ήσω, ([[κῶνος]] ΙΙ. 3) περιδινῶ ὡς κῶνον ἢ στρόβιλον, [[περιστρέφω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 439, Ἡσύχ., Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. 551. 24. ΙΙ. ([[κῶνος]] Ι. 3) [[ἐπιχρίω]] διὰ πίσσης, πισσώνω, Σουΐδ. Φώτ., Μέγ. Ἐτυμολ. 551, 22· πρβλ. [[περικωνέω]]. ― [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἀπαρ. ἀορ. κωνίσαι ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κωνίζω.
|lstext='''κωνάω''': μέλλ. -ήσω, ([[κῶνος]] ΙΙ. 3) περιδινῶ ὡς κῶνον ἢ στρόβιλον, [[περιστρέφω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 439, Ἡσύχ., Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. 551. 24. ΙΙ. ([[κῶνος]] Ι. 3) [[ἐπιχρίω]] διὰ πίσσης, πισσώνω, Σουΐδ. Φώτ., Μέγ. Ἐτυμολ. 551, 22· πρβλ. [[περικωνέω]]. ― [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἀπαρ. ἀορ. κωνίσαι ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κωνίζω.
}}
{{elru
|elrutext='''κωνάω:''' вращать, обносить кругом Arph.
}}
}}