3,277,114
edits
(6_13b) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωνάω''': μέλλ. -ήσω, ([[κῶνος]] ΙΙ. 3) περιδινῶ ὡς κῶνον ἢ στρόβιλον, [[περιστρέφω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 439, Ἡσύχ., Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. 551. 24. ΙΙ. ([[κῶνος]] Ι. 3) [[ἐπιχρίω]] διὰ πίσσης, πισσώνω, Σουΐδ. Φώτ., Μέγ. Ἐτυμολ. 551, 22· πρβλ. [[περικωνέω]]. ― [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἀπαρ. ἀορ. κωνίσαι ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κωνίζω. | |lstext='''κωνάω''': μέλλ. -ήσω, ([[κῶνος]] ΙΙ. 3) περιδινῶ ὡς κῶνον ἢ στρόβιλον, [[περιστρέφω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 439, Ἡσύχ., Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. 551. 24. ΙΙ. ([[κῶνος]] Ι. 3) [[ἐπιχρίω]] διὰ πίσσης, πισσώνω, Σουΐδ. Φώτ., Μέγ. Ἐτυμολ. 551, 22· πρβλ. [[περικωνέω]]. ― [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἀπαρ. ἀορ. κωνίσαι ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κωνίζω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωνάω:''' вращать, обносить кругом Arph. | |||
}} | }} |