3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λείπω:''' (από √<i>ΛΙΠ</i>), μέλ. <i>λείψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλῐπον</i>, παρακ. [[λέλοιπα]], υπερσ. [[ἐλελοίπειν]] — Μέσ., αόρ. βʹ <i>ἐλιπόμην</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], <i>λείψομαι</i>· επίσης <i>λειφθήσομαι</i> και <i>λελείψομαι</i>, αόρ. [[ἐλείφθην]], γʹ ενικ. Επικ. <i>ἔλειφθεν</i>, παρακ. [[λέλειμμαι]], υπερσ. <i>ἐλελείμμην</i>, Επικ. <i>λελείμμην</i>.<br /><b class="num">Α. I.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[αφήνω]] στο [[σπίτι]] μου, στον ίδ., κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν, [[αφήνω]] σαν [[κληρονομιά]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., [[αφήνω]] [[πίσω]] μου ως [[ενθύμιο]] στους μεταγενέστερους, σε Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]], [[ξεχνώ]], [[εγκαταλείπω]], «[[αφήνω]] στους δρόμους», σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· [[λείπω]] ἐράνους, δεν [[πληρώνω]]..., σε Δημ.· ομοίως, [[λείπω]] δασμόν, <i>φοράν</i>, σε Ξεν.· αντιστρόφως, <i>λίπον ἰοὶ ἄνακτα</i>, εξαντλήθηκαν, δεν του έμειναν άλλα βέλη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[ελλείπω]], δεν [[υπάρχω]], δεν [[φαίνομαι]], Λατ. [[deficio]], σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ. <b>Β. I. 1.</b> Παθ., καταλείπομαι, εγκαταλείπομαι, σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μένω]], [[υπολείπομαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μένω]] [[ζωντανός]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[απομένω]] [[χωρίς]] κάποιον, εγκαταλείπομαι από κάποιον, <i>σοῦ λελειμμένη</i>, σε Σοφ.· [[αλλά]] λελειμμένος [[δορός]], αυτός που αποκλείστηκε από το [[δόρυ]], δηλ. δεν σκοτώθηκε, δεν σφαγιάστηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αφήνομαι [[πίσω]], [[υπολείπομαι]] σε αγώνα δρόμου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λελειμμένος οἰῶν</i>, αυτός που μένει [[πίσω]] από τα πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς [[δίσκουρα]] [[λέλειπτο]], είχε μείνει [[πίσω]], υπολειπόταν κατά μια [[βολή]] δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοῦκήρυκος μὴ λείπεσθαι</i>, να μην υπολείπονται του κήρυκα κατά την [[επιστροφή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> δεν [[φτάνω]] κάποιον, είμαι [[κατώτερος]], [[χειρότερος]], ασθενέστερος ή [[μικρότερος]] από κάποιον, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· λέλειψαι [[τῶν]] ἐμῶν βουλευμάτων, υπολείπεσαι, δεν καταλαβαίνεις τα σχέδιά μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λείπεσθαι ἀπό τινος, [[κρατιέμαι]] σε [[απόσταση]] από κάποιον, αποτραβιέμαι, επιφυλάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λείπεσθαι βασιλέος</i> ή <i>ἀπὸ βασιλέος</i>, [[εγκαταλείπω]] τον βασιλιά, [[λιποτακτώ]], σε Ηρόδ.· απόλ., κρατάω [[απόσταση]], είμαι [[απών]], [[απουσιάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω [[έλλειψη]], [[πάσχω]] από, ὀδυρμάτων ἐλείπετ' [[οὐδέν]], σε Σοφ., κ.λπ. | |lsmtext='''λείπω:''' (από √<i>ΛΙΠ</i>), μέλ. <i>λείψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλῐπον</i>, παρακ. [[λέλοιπα]], υπερσ. [[ἐλελοίπειν]] — Μέσ., αόρ. βʹ <i>ἐλιπόμην</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], <i>λείψομαι</i>· επίσης <i>λειφθήσομαι</i> και <i>λελείψομαι</i>, αόρ. [[ἐλείφθην]], γʹ ενικ. Επικ. <i>ἔλειφθεν</i>, παρακ. [[λέλειμμαι]], υπερσ. <i>ἐλελείμμην</i>, Επικ. <i>λελείμμην</i>.<br /><b class="num">Α. I.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[αφήνω]] στο [[σπίτι]] μου, στον ίδ., κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν, [[αφήνω]] σαν [[κληρονομιά]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., [[αφήνω]] [[πίσω]] μου ως [[ενθύμιο]] στους μεταγενέστερους, σε Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]], [[ξεχνώ]], [[εγκαταλείπω]], «[[αφήνω]] στους δρόμους», σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· [[λείπω]] ἐράνους, δεν [[πληρώνω]]..., σε Δημ.· ομοίως, [[λείπω]] δασμόν, <i>φοράν</i>, σε Ξεν.· αντιστρόφως, <i>λίπον ἰοὶ ἄνακτα</i>, εξαντλήθηκαν, δεν του έμειναν άλλα βέλη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[ελλείπω]], δεν [[υπάρχω]], δεν [[φαίνομαι]], Λατ. [[deficio]], σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ. <b>Β. I. 1.</b> Παθ., καταλείπομαι, εγκαταλείπομαι, σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μένω]], [[υπολείπομαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μένω]] [[ζωντανός]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[απομένω]] [[χωρίς]] κάποιον, εγκαταλείπομαι από κάποιον, <i>σοῦ λελειμμένη</i>, σε Σοφ.· [[αλλά]] λελειμμένος [[δορός]], αυτός που αποκλείστηκε από το [[δόρυ]], δηλ. δεν σκοτώθηκε, δεν σφαγιάστηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αφήνομαι [[πίσω]], [[υπολείπομαι]] σε αγώνα δρόμου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λελειμμένος οἰῶν</i>, αυτός που μένει [[πίσω]] από τα πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς [[δίσκουρα]] [[λέλειπτο]], είχε μείνει [[πίσω]], υπολειπόταν κατά μια [[βολή]] δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοῦκήρυκος μὴ λείπεσθαι</i>, να μην υπολείπονται του κήρυκα κατά την [[επιστροφή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> δεν [[φτάνω]] κάποιον, είμαι [[κατώτερος]], [[χειρότερος]], ασθενέστερος ή [[μικρότερος]] από κάποιον, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· λέλειψαι [[τῶν]] ἐμῶν βουλευμάτων, υπολείπεσαι, δεν καταλαβαίνεις τα σχέδιά μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λείπεσθαι ἀπό τινος, [[κρατιέμαι]] σε [[απόσταση]] από κάποιον, αποτραβιέμαι, επιφυλάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λείπεσθαι βασιλέος</i> ή <i>ἀπὸ βασιλέος</i>, [[εγκαταλείπω]] τον βασιλιά, [[λιποτακτώ]], σε Ηρόδ.· απόλ., κρατάω [[απόσταση]], είμαι [[απών]], [[απουσιάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω [[έλλειψη]], [[πάσχω]] από, ὀδυρμάτων ἐλείπετ' [[οὐδέν]], σε Σοφ., κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λείπω:''' (aor. 2 [[ἔλιπον]], поздн. aor. 1 [[ἔλειψα]], pf. [[λέλοιπα]], эп. inf. aor. λιπέειν; pass.: fut. [[λειφθήσομαι]], aor. [[ἐλείφθην]], pf. [[λέλειμμαι]] fut. 3 [[λελείψομαι]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> оставлять, покидать (Ἑλλάδα, Τρῶας καὶ Ἀχαιούς, δώματα Hom.; med. τινος и [[ἀπό]] τινος Her.): λ. βίον [[ὑπό]] τινος Plat. погибнуть от чьей-л. руки; ψυχὴ λέλοιπεν Hom. жизнь оставила (его); σοῦ λελειμμένη Soph. покинутая тобой (Исмена); λ. τάξιν Plat., Arst.; оставлять строй, дезертировать;<br /><b class="num">2)</b> оставлять после себя (умирая) (σκῆπτρόν τινι Hom.; θυγατέρας Plat.; εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch.; med.: μνημόσυνα Her.; διαδόχους ἑαυτῷ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> истощаться, кончаться: λίπον ἰοὶ ἄνακτα Hom. у царя (Одиссея) вышли стрелы;<br /><b class="num">4)</b> недоставать, не хватать (τὰ λείποντα ἐπιδιορθῶσαι NT; τι λείπει αὐτοῖς; Polyb.): [[τριάκοντα]] ἔτη λείποντα [[δυοῖν]] Polyb. тридцать лет без двух; [[μικρῷ]] λείπουσι ἑπτακοσίοις σκάφεσι Polyb. почти с семьюстами лодок;<br /><b class="num">5)</b> пренебрегать, отказываться, уклоняться (τὴν μαρτυρίαν Dem.; med. τῆς ναυμαχιης Her.): λ. φόραν Xen. не платить подати; λ. ὅρκον Dem. отказываться принести присягу;<br /><b class="num">6)</b> исчезать, выпадать (αἱ [[τρίχες]] λείπουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν Arst.);<br /><b class="num">7)</b> med.-pass. оставаться: τὸ λειπόμενον и τὸ λειφθέν Arst. = τὸ [[λοιπόν]] I; τριτάτη [[ἔτι]] [[μοῖρα]] λέλειπται Hom. оставалась еще третья часть (ночи); λείπεται Plat. остается (сказать, добавить, предположить и т. п.);<br /><b class="num">8)</b> med.-pass. оставаться в живых, уцелевать (πολλοὶ μὲν [[δάμεν]], πολλοὶ δὲ λίποντο Hom.): στρατὸν λελειμμένον [[δορός]] Aesch. уцелевшее от (вражеского) оружия войско;<br /><b class="num">9)</b> med.-pass. оставаться позади, отставать (ἐλείποντο οἱ διεφθαρμένοι τοὺς ὀφθαλμούς Xen.): μὴ λ. τινος Thuc. не отставать от кого-л.; ἐς [[δίσκουρα]] λελεῖφθαι Hom. отстать на расстояние дискового броска; τοῦ καιροῦ λειπόμενοι Xen. не поспевающие, отстающие;<br /><b class="num">10)</b> med.-pass. отставать (в чем-л.), уступать, оказываться слабее: λ. τινός τι, τινος ἔς τι и ἔν τινι Her., τινος περί τι Polyb., τινός τινος Eur. и τινός τινι Aesch., Plut.; уступать кому-л. в чем-л.; λ. πλήθει τινός Xen. уступать кому-л. в численности; λ. μάχῃ Aesch. быть побежденным в бою; [[ταῦτα]] οὐδὲν [[ἐμοῦ]] λείπει γιγνώσκων Xen. ты знаешь это нисколько не хуже, чем я;<br /><b class="num">11)</b> med.-pass. не знать, не понимать (τῶν βουλευμάτων τινός Eur.): λελειμμαι τῶν ἐν Ἓλλησιν νόμων Eur. я не сведущ в эллинских законах;<br /><b class="num">12)</b> med.-pass. не иметь, быть лишенным (τέκνων Eur.; κτεάνων καὶ [[φίλων]] Pind.): γνώμας λειπόμενος σοφᾶς Soph. лишенный здравого смысла. | |||
}} | }} |