Anonymous

λαχνόομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαχνόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[χνουδωτός]], [[αποκτώ]] [[χνούδι]], λέγεται για το [[σαγόνι]] νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ.
|lsmtext='''λαχνόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[χνουδωτός]], [[αποκτώ]] [[χνούδι]], λέγεται για το [[σαγόνι]] νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαχνόομαι:''' покрываться пухом: νυκτὶ λ. Anth. покрываться ночной тьмой.
}}
}}