Anonymous

λελογισμένως: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λελογισμένως:''' επίρρ., σύμφωνα με τον υπολογισμό, σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''λελογισμένως:''' επίρρ., σύμφωνα με τον υπολογισμό, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λελογισμένως:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> рассчитывая, с (таким) расчетом (λ. [[ὅκως]] ἂν … Her.);<br /><b class="num">2)</b> с умом, разумно, рассудительно (λ. [[μᾶλλον]] ἢ σθένει Eur.; ποιεῖν τι Plut.).
}}
}}