Anonymous

κωδωνόκροτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωδωνόκροτος:''' -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ.
|lsmtext='''κωδωνόκροτος:''' -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κωδωνόκροτος:''' <b class="num">1)</b> звенящий своими колокольчиками ([[σάκος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> издающий звон, бряцающий (κόμποι Eur.).
}}
}}