Anonymous

λεπράς: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπράς:''' -[[άδος]], ἡ, ποιητ. θηλ. του [[λεπρός]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λεπράς:''' -[[άδος]], ἡ, ποιητ. θηλ. του [[λεπρός]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπράς:''' άδος (ᾰδ) adj. f шероховатая, бугристая ([[πέτρα]] Theocr.).
}}
}}