Anonymous

λήμη: Difference between revisions

From LSJ
470 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λήμη:''' ἡ, ύλη που μαζεύεται στη [[γωνία]] των ματιών, κοινώς «[[τσίμπλα]]»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως [[λήμη]], «[[τσίμπλα]]» (δηλ. αποκρουστικό [[θέαμα]]) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· <i>λῆμαι Κρονικαί</i>, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λήμη:''' ἡ, ύλη που μαζεύεται στη [[γωνία]] των ματιών, κοινώς «[[τσίμπλα]]»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως [[λήμη]], «[[τσίμπλα]]» (δηλ. αποκρουστικό [[θέαμα]]) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· <i>λῆμαι Κρονικαί</i>, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λήμη:''' ἡ<b class="num">1)</b> гноетечение из глаз: αἱ λῆμαι Arph. больные глаза;<br /><b class="num">2)</b> перен. бельмо: Αἴγυνα ἡ τοῦ Πειραιέως λ. Arst. Эгина - бельмо в глазу Пирея;<br /><b class="num">3)</b> предрассудок, заблуждение: Κρονικαὶ λῆμαι Arph. застарелые предрассудки.
}}
}}