Anonymous

λιβάς: Difference between revisions

From LSJ
437 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐβάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[λείβω]]), [[καθετί]] που πέφτει ή στάζει, [[πηγή]], [[ρυάκι]], σε Σοφ., Ευρ.· [[στάσιμο]] [[νερό]], σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''λῐβάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[λείβω]]), [[καθετί]] που πέφτει ή στάζει, [[πηγή]], [[ρυάκι]], σε Σοφ., Ευρ.· [[στάσιμο]] [[νερό]], σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐβάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[λείβω]] влага, вода, источник (λ. [[ἱερά]] Soph.; λιβάδες κρηναῖαι Anth.): πετρίνα πιδακόεσσα λ. Eur. стекающая со скалы влага; δακρύων λιβάδες Eur. потоки слез; [[ὥσπερ]] ἐκ λιβάδων Plut. словно ручейками, т. е. постепенно.
}}
}}