Anonymous

λίθινος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίθῐνος:''' [λῐ], -η, -ον και -ος, -ον ([[λίθος]]), φτιαγμένος από λίθο, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.· [[λίθινος]] [[θάνατος]], [[θάνατος]] προξενούμενος από το κοίταγμα της κεφαλής της Γοργώς, σε Πίνδ.· ἕστηκε [[λίθινος]], λέγεται για [[άγαλμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''λίθῐνος:''' [λῐ], -η, -ον και -ος, -ον ([[λίθος]]), φτιαγμένος από λίθο, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.· [[λίθινος]] [[θάνατος]], [[θάνατος]] προξενούμενος από το κοίταγμα της κεφαλής της Γοργώς, σε Πίνδ.· ἕστηκε [[λίθινος]], λέγεται για [[άγαλμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίθῐνος:''' 3, реже 2 (λῐ)<br /><b class="num">1)</b> каменный ([[τέγος]] Pind.; [[στήλη]] Thuc.; ὑδρίαι NT); высеченный из камня ([[εἰκών]] Diog. L.; [[Ζεύς]] Anth.): βασιλεὺς ἕστηκε λ. Her. царю (Сету) была воздвигнута каменная статуя;<br /><b class="num">2)</b> вызванный окаменением: λ. [[θάνατος]] Pind. смерть от превращения в камень, окаменение (от взгляда Медузы).
}}
}}