3,273,075
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λίθῐνος:''' [λῐ], -η, -ον και -ος, -ον ([[λίθος]]), φτιαγμένος από λίθο, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.· [[λίθινος]] [[θάνατος]], [[θάνατος]] προξενούμενος από το κοίταγμα της κεφαλής της Γοργώς, σε Πίνδ.· ἕστηκε [[λίθινος]], λέγεται για [[άγαλμα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''λίθῐνος:''' [λῐ], -η, -ον και -ος, -ον ([[λίθος]]), φτιαγμένος από λίθο, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.· [[λίθινος]] [[θάνατος]], [[θάνατος]] προξενούμενος από το κοίταγμα της κεφαλής της Γοργώς, σε Πίνδ.· ἕστηκε [[λίθινος]], λέγεται για [[άγαλμα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λίθῐνος:''' 3, реже 2 (λῐ)<br /><b class="num">1)</b> каменный ([[τέγος]] Pind.; [[στήλη]] Thuc.; ὑδρίαι NT); высеченный из камня ([[εἰκών]] Diog. L.; [[Ζεύς]] Anth.): βασιλεὺς ἕστηκε λ. Her. царю (Сету) была воздвигнута каменная статуя;<br /><b class="num">2)</b> вызванный окаменением: λ. [[θάνατος]] Pind. смерть от превращения в камень, окаменение (от взгляда Медузы). | |||
}} | }} |