Anonymous

ληπτέος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[λαμβάνω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να ληφθεί ή να γίνει [[δεκτός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ουδ. <i>ληπτέον</i>, αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να πιάσει, να λάβει, να αποδεχτεί, σε Αριστοφ.· αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να αναλάβει, σε Ξεν.· αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να λάβει ή να επιλέξει, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να λάβει, να δεχθεί, στον ίδ.
|lsmtext='''ληπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[λαμβάνω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να ληφθεί ή να γίνει [[δεκτός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ουδ. <i>ληπτέον</i>, αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να πιάσει, να λάβει, να αποδεχτεί, σε Αριστοφ.· αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να αναλάβει, σε Ξεν.· αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να λάβει ή να επιλέξει, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να λάβει, να δεχθεί, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ληπτέος:''' adj. verb. к [[λαμβάνω]].
}}
}}