Anonymous

λινόδετος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόδετος:''' -ον ([[δέω]]), δεμένος με [[σχοινιά]] από [[λινάρι]], σε Ευρ.· [[λινόδετος]] τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λῐνόδετος:''' -ον ([[δέω]]), δεμένος με [[σχοινιά]] από [[λινάρι]], σε Ευρ.· [[λινόδετος]] τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνόδετος:''' Eur., Arph. = [[λινόδεσμος]].
}}
}}