Anonymous

λογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογίζομαι:''' αποθ., μέλ. Αττ. <i>λογιοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐλογισάμην</i>, παρακ. <i>λελόγισμαι</i>· αόρ. <i>ἐλογίσθην</i> και κάποιες φορές παρακ. <i>λελόγισμαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]] ([[κυρίως]] λέγεται για αριθμητικούς υπολογισμούς), σε Ηρόδ.· [[λογίζομαι]] ἀπὸ χειρός, [[υπολογίζω]] κατά [[προσέγγιση]], εκ του προχείρου, σε Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., [[λογίζομαι]] τοὺς τόκους, [[υπολογίζω]] τον τόκο, στον ίδ.· [[τρεῖς]] μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι [[δώδεκα]], να δαπανήσεις [[τρεις]] μνες και να αποδώσεις [[δώδεκα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]] ότι..., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> <i>λογίζομαί τί τινι</i>, [[βάζω]] στον λογαριασμό κάποιου, [[χρεώνω]] κάποιον, Λατ. imputare, σε Δημ., Κ.Δ.<br /><b class="num">4.</b> [[λογίζομαι]] ἀπό..., [[αφαιρώ]] από..., σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χωρίς]] [[αναφορά]] σε αριθμούς, [[λαμβάνω]] υπόψη, [[υπολογίζω]], [[θεωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[λογίζομαι]] περίτινος, κάνω λογαριασμούς, κάνω υπολογισμούς για..., σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[λογαριάζω]], [[θεωρώ]], [[νομίζω]] ότι..., σε Ηρόδ., Αττ.· παραλειπομένου του απαρ., [[υπολογίζω]] ή [[λογαριάζω]] [[κάτι]] με αυτό τον τρόπο, <i>τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν</i>, σε Ευρ.· μίαν [[ἄμφω]] [[τούτω]] τὼ [[ἡμέρα]] [[λογίζομαι]], [[λογαριάζω]] τις [[δύο]] μέρες σαν [[μία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ. μέλ., [[λογαριάζω]] ότι θα κάνω [[κάτι]], [[υπολογίζω]] ή [[περιμένω]] ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν.· με αιτ. μόνο, βασίζομαι σε..., στηρίζομαι σε..., [[υπολογίζω]] σε..., [[λογαριάζω]] σε..., σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμπεραίνω]] συλλογιζόμενος, [[συμπεραίνω]] ότι..., σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. <i>ἐλογίσθην</i> και [[ενίοτε]] παρακ. <i>λελόγισμαι</i> χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]], λογαριάζομαι ή [[υπολογίζομαι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''λογίζομαι:''' αποθ., μέλ. Αττ. <i>λογιοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐλογισάμην</i>, παρακ. <i>λελόγισμαι</i>· αόρ. <i>ἐλογίσθην</i> και κάποιες φορές παρακ. <i>λελόγισμαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]] ([[κυρίως]] λέγεται για αριθμητικούς υπολογισμούς), σε Ηρόδ.· [[λογίζομαι]] ἀπὸ χειρός, [[υπολογίζω]] κατά [[προσέγγιση]], εκ του προχείρου, σε Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., [[λογίζομαι]] τοὺς τόκους, [[υπολογίζω]] τον τόκο, στον ίδ.· [[τρεῖς]] μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι [[δώδεκα]], να δαπανήσεις [[τρεις]] μνες και να αποδώσεις [[δώδεκα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]] ότι..., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> <i>λογίζομαί τί τινι</i>, [[βάζω]] στον λογαριασμό κάποιου, [[χρεώνω]] κάποιον, Λατ. imputare, σε Δημ., Κ.Δ.<br /><b class="num">4.</b> [[λογίζομαι]] ἀπό..., [[αφαιρώ]] από..., σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χωρίς]] [[αναφορά]] σε αριθμούς, [[λαμβάνω]] υπόψη, [[υπολογίζω]], [[θεωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[λογίζομαι]] περίτινος, κάνω λογαριασμούς, κάνω υπολογισμούς για..., σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[λογαριάζω]], [[θεωρώ]], [[νομίζω]] ότι..., σε Ηρόδ., Αττ.· παραλειπομένου του απαρ., [[υπολογίζω]] ή [[λογαριάζω]] [[κάτι]] με αυτό τον τρόπο, <i>τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν</i>, σε Ευρ.· μίαν [[ἄμφω]] [[τούτω]] τὼ [[ἡμέρα]] [[λογίζομαι]], [[λογαριάζω]] τις [[δύο]] μέρες σαν [[μία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ. μέλ., [[λογαριάζω]] ότι θα κάνω [[κάτι]], [[υπολογίζω]] ή [[περιμένω]] ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν.· με αιτ. μόνο, βασίζομαι σε..., στηρίζομαι σε..., [[υπολογίζω]] σε..., [[λογαριάζω]] σε..., σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμπεραίνω]] συλλογιζόμενος, [[συμπεραίνω]] ότι..., σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. <i>ἐλογίσθην</i> και [[ενίοτε]] παρακ. <i>λελόγισμαι</i> χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]], λογαριάζομαι ή [[υπολογίζομαι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λογίζομαι:''' (fut. λογίσομαι - атт. λογιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> считать, пересчитывать (Ἓλληνας Her.): λ. ψήφοισι Her. считать с помощью камешков; λ. ἀπὸ χειρός Arph. считать по пальцам;<br /><b class="num">2)</b> высчитывать, исчислять (τοὺς τόκους Arph.): χρήματα εἰς [[ἀργύριον]] λογισθέντα Xen. ценности в пересчете на серебро;<br /><b class="num">3)</b> насчитывать: πεντακισχίλια καὶ μύρια (ἔτεα) λ. εἶναι Her. считать, что прошло 15000 лет;<br /><b class="num">4)</b> относить к числу, причислять (τὸν Πᾶνα τῶν [[ὀκτώ]] [[θεῶν]] λ. εἶναι Her.; [[μετὰ]] ἀνόμων λογισθῆναι NT);<br /><b class="num">5)</b> засчитывать, относить на или ставить в счет ([[δώδεκα]] μνᾶς τινι Arph.; ὀκτὼ δραχμὰς τοῖς παισίν Lys.);<br /><b class="num">6)</b> перечислять: καθ᾽ ἕκαστον πολὺ ἂν εἴη λ. Lys. было бы долго перечислять (все) в отдельности;<br /><b class="num">7)</b> думать, размышлять (πρὸς ἑαυτόν NT): καὶ [[ταῦτα]] λογίζου Soph. теперь подумай об этом;<br /><b class="num">8)</b> считать, полагать, быть уверенным: Σμέρδιν [[μηκέτι]] ἐόντα λογίζεσθε Her. знайте, что Смердиса больше нет; εἰς οὐδὲν λογισθῆναι NT не иметь никакого значения;<br /><b class="num">9)</b> рассчитывать, надеяться (ἥξειν ἄμα ἡλίῳ δύνοντι Xen.);<br /><b class="num">10)</b> делать вывод, (умо)заключать: ἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι [[λογίζομαι]] συμβαίνειν Plat. из этих речей выходит, по-моему, вот что; τὸ λελογισμένον Luc. рассуждение.
}}
}}