Anonymous

λαβδακισμός: Difference between revisions

From LSJ
3
(22)
(3)
Line 20: Line 20:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λαβδακισμός]]) [[λαβδακίζω]]<br /><b>1.</b> η συχνή [[χρήση]] του λ<br /><b>2.</b> ελαττωματική [[άρθρωση]] και [[προφορά]] του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως [[διπλού]] λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: <i>νελό</i> [[αντί]] [[νερό]].
|mltxt=ο (Α [[λαβδακισμός]]) [[λαβδακίζω]]<br /><b>1.</b> η συχνή [[χρήση]] του λ<br /><b>2.</b> ελαττωματική [[άρθρωση]] και [[προφορά]] του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως [[διπλού]] λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: <i>νελό</i> [[αντί]] [[νερό]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαβδακισμός:''' ὁ = [[λαμβδακισμός]].
}}
}}