Anonymous

λόφος: Difference between revisions

From LSJ
942 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λόφος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]], [[αυχένας]] υποζυγίων βοοειδών, [[επειδή]] ο [[ζυγός]] στηρίζεται σ' αυτόν και δημιουργεί [[τριβή]] (<i>λέπει</i>)· λέγεται για [[άλογο]], [[χαίτη]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνδρα, [[σβέρκος]], το [[πίσω]] [[μέρος]] του λαιμού, στο ίδ.· ὑπὸ ζυγῷ λόφον [[ἔχει]], έχω τον αυχένα [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], δηλ. [[υπακούω]] υπομονετικά, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[λόφος]] βουνού, [[ράχη]] βουνού, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[λοφίο]] περικεφαλαίας, Λατ. [[crista]], σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λοφίο]] στο [[κεφάλι]] πτηνών, Λατ. [[crista]], [[είτε]] από φτερά, όπως στον κορυδαλλό, σε Σιμων.· [[είτε]] από [[σάρκα]], [[λειρί]] κόκκορα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[πλεξούδα]] της κορυφής των μαλλιών, <i>λόφους κείρεσθαι</i>, [[κουρεύομαι]] έτσι ώστε να έχω [[λοφίο]] ή [[πλεξούδα]] στην [[κορυφή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''λόφος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]], [[αυχένας]] υποζυγίων βοοειδών, [[επειδή]] ο [[ζυγός]] στηρίζεται σ' αυτόν και δημιουργεί [[τριβή]] (<i>λέπει</i>)· λέγεται για [[άλογο]], [[χαίτη]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνδρα, [[σβέρκος]], το [[πίσω]] [[μέρος]] του λαιμού, στο ίδ.· ὑπὸ ζυγῷ λόφον [[ἔχει]], έχω τον αυχένα [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], δηλ. [[υπακούω]] υπομονετικά, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[λόφος]] βουνού, [[ράχη]] βουνού, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[λοφίο]] περικεφαλαίας, Λατ. [[crista]], σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λοφίο]] στο [[κεφάλι]] πτηνών, Λατ. [[crista]], [[είτε]] από φτερά, όπως στον κορυδαλλό, σε Σιμων.· [[είτε]] από [[σάρκα]], [[λειρί]] κόκκορα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[πλεξούδα]] της κορυφής των μαλλιών, <i>λόφους κείρεσθαι</i>, [[κουρεύομαι]] έτσι ώστε να έχω [[λοφίο]] ή [[πλεξούδα]] στην [[κορυφή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λόφος:''' ὁ<b class="num">1)</b> затылок, шея (ἵππων Hom.): ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν Soph. держать шею в ярме, т. е. покорно подчиняться;<br /><b class="num">2)</b> султан на шлеме ([[ἱππιοχαίτης]] Hom.; [[ὑακινθινοβαφής]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> хохол(ок), чуб (κορυδάλων Arst.): λόφους κείρεσθαι Her. стричься, оставляя чубы; ῥήματα λόφους ἔχοντα Arph. хохлатые, т. е. витиеватые слова;<br /><b class="num">4)</b> мясистый нарост (на голове), гребень (ἀλεκτρυόνος Arph.);<br /><b class="num">5)</b> плавник (sc. δελφῖνος Plut.);<br /><b class="num">6)</b> гребень холма, тж. холм, возвышение Hom., Her. etc.
}}
}}