Anonymous

λευκοστεφής: Difference between revisions

From LSJ
3
(23)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκοστεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[λευκό]] [[στέμμα]] («λευκοστεφεῑς ἱκτηρίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> στον τ. <i>λευκοστεφῆ</i><br />τά κεραυνοβόλητα.
|mltxt=[[λευκοστεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[λευκό]] [[στέμμα]] («λευκοστεφεῑς ἱκτηρίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> στον τ. <i>λευκοστεφῆ</i><br />τά κεραυνοβόλητα.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκοστεφής:''' обвитый белой шерстью ([[ἱκετηρία]], κλάδοι Aesch.).
}}
}}