Anonymous

λάλος: Difference between revisions

From LSJ
522 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάλος:''' [ᾰ], -ον, [[φλύαρος]], [[ομιλητικός]], [[πολυλογάς]], σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· μεταφ., <i>λάλοι πτέρυγες</i>, σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ., [[λαλίστερος]], σε Αριστοφ.· υπερθ. [[λαλίστατος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λάλος:''' [ᾰ], -ον, [[φλύαρος]], [[ομιλητικός]], [[πολυλογάς]], σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· μεταφ., <i>λάλοι πτέρυγες</i>, σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ., [[λαλίστερος]], σε Αριστοφ.· υπερθ. [[λαλίστατος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάλος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> говорливый, словоохотливый, болтливый (Ἀθηναῖοι Plat.; [[γῆρας]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> стрекочущий, неумолкающий ([[τέττιξ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> вечно щебечущий (ὄρνιθες Arst.);<br /><b class="num">4)</b> одаряющий поэтической речью, вдохновляющий (Φοίβου [[ὕδωρ]] Anacr.).
}}
}}