Anonymous

λῃστεία: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῃστεία:''' ἡ, [[ζωή]] του ληστή, [[ληστεία]], [[πειρατεία]], Λατ.[[latrocinium]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''λῃστεία:''' ἡ, [[ζωή]] του ληστή, [[ληστεία]], [[πειρατεία]], Λατ.[[latrocinium]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῃστεία:''' ἡ тж. pl. разбой, грабеж Thuc. etc.: ἀπὸ λῃστείας [[ζῆν]] или βίον ἔχειν Xen., Arst. жить разбоем.
}}
}}