Anonymous

μανιάς: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰνιάς:''' -[[άδος]] ([[μανία]]), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., <i>μανιάσιν λυσσήμασι</i>, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.
|lsmtext='''μᾰνιάς:''' -[[άδος]] ([[μανία]]), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., <i>μανιάσιν λυσσήμασι</i>, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰνιάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f, тж. n бешеная, исступленная (νόσοι Soph.; [[λύσσα]] и λυσσήματα Eur.).
}}
}}