Anonymous

μαινόλης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαινόλης:''' -ου, ὁ ([[μαίνομαι]]), αυτός που μαίνεται, που βρίσκεται σε [[παραλήρημα]], σε [[Σαπφώ]].
|lsmtext='''μαινόλης:''' -ου, ὁ ([[μαίνομαι]]), αυτός που μαίνεται, που βρίσκεται σε [[παραλήρημα]], σε [[Σαπφώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαινόλης:''' дор. [[μαινόλας]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> охваченный безумием, исступленный ([[Βάκχος]] Plut.; [[θυμός]] [[Sappho]]);<br /><b class="num">2)</b> повергающий в исступление, опьяняющий ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}