Anonymous

μακκοάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακκοάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], είμαι [[ηλίθιος]], σε Αριστοφ.· μτχ. παρακ. <i>μεμακκοηκώς</i>, μένοντας [[αδρανής]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''μακκοάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], είμαι [[ηλίθιος]], σε Αριστοφ.· μτχ. παρακ. <i>μεμακκοηκώς</i>, μένοντας [[αδρανής]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''μακκοάω:''' [предполож. от имени глупой старухи Μακκώ] быть глупым: μεμακκοηκώς, v. l. μεμακκοᾱκώς Arph. поглупевший, отупевший.
}}
}}