Anonymous

λοιμώσσω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοιμώσσω:''' Αττ. [[λοιμώττω]], μέλ. <i>λοιμώξω</i>, μαστίζομαι από λοιμό, [[πάσχω]] από [[πανούκλα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''λοιμώσσω:''' Αττ. [[λοιμώττω]], μέλ. <i>λοιμώξω</i>, μαστίζομαι από λοιμό, [[πάσχω]] από [[πανούκλα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοιμώσσω:''' атт. [[λοιμώττω]] быть пораженным чумой, быть зачумленным Luc.
}}
}}