Anonymous

λυπηρός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡπηρός:''' -ά, -όν ([[λυπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], Λατ. [[molestus]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα:<br /><b class="num">1.</b> με θετική [[σημασία]], αυτός που προκαλεί [[λύπη]] με την αναχώρησή του, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που προξενεί πόνο, [[ενοχλητικός]], [[οχληρός]], [[δυσάρεστος]], σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[λυπηρῶς]], θλιβερά, έστι ώστε να προκαλεί πόνο, με [[λύπη]], σε Σοφ.· [[λυπηρῶς]] [[ἔχει]], είναι λυπηρό, θλιβερό, στον ίδ.
|lsmtext='''λῡπηρός:''' -ά, -όν ([[λυπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], Λατ. [[molestus]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα:<br /><b class="num">1.</b> με θετική [[σημασία]], αυτός που προκαλεί [[λύπη]] με την αναχώρησή του, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που προξενεί πόνο, [[ενοχλητικός]], [[οχληρός]], [[δυσάρεστος]], σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[λυπηρῶς]], θλιβερά, έστι ώστε να προκαλεί πόνο, με [[λύπη]], σε Σοφ.· [[λυπηρῶς]] [[ἔχει]], είναι λυπηρό, θλιβερό, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡπηρός:''' <b class="num">1)</b> неприятный, тягостный, мучительный ([[βίος]] Plat.; ἀχθηδόνες Thuc.): λ. [[ἡμῖν]] τούσδ᾽ ἂν ἐκλίποι δόμους Eur. нам было бы тяжело, если бы (старый Питфей) покинул эту (земную) обитель;<br /><b class="num">2)</b> беспокоящий, доставляющий неприятности ([[οἶδα]] [[ὑμῖν]] Μυσοὺς λυπηροὺς ὄντας Xen.).
}}
}}