Anonymous

μακρημερία: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρημερία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἡμέρα]]), [[περίοδος]] του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μακρημερία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἡμέρα]]), [[περίοδος]] του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρημερία:''' ион. [[μακρημερίη]] ἡ долгий, т. е. летний день Her.
}}
}}