Anonymous

μάχαιρα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάχαιρα:''' ἡ ([[μάχομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> μεγάλο [[μαχαίρι]] ή είδος στιλέτου (εγχειριδίου) που έφεραν οι ήρωες της Ιλιάδας δίπλα στη [[θήκη]] του ξίφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[μαχαίρι]] για την [[κοπή]] κρέατος, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> ως όπλο, μικρό [[σπαθί]] ή [[στιλέτο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[σπαθί]] ή κυρτό [[ξίφος]], σε αντίθ. προς το ίσιο [[σπαθί]] ([[ξίφος]]), σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> είδος ξυραφιού, <i>μιᾷ μαχαίρᾳ</i>, με τη [[μονή]] [[λεπίδα]] του ξυραφιού, σε αντίθ. προς το [[διπλῆ]] [[μάχαιρα]], [[ψαλίδι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μάχαιρα:''' ἡ ([[μάχομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> μεγάλο [[μαχαίρι]] ή είδος στιλέτου (εγχειριδίου) που έφεραν οι ήρωες της Ιλιάδας δίπλα στη [[θήκη]] του ξίφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[μαχαίρι]] για την [[κοπή]] κρέατος, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> ως όπλο, μικρό [[σπαθί]] ή [[στιλέτο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[σπαθί]] ή κυρτό [[ξίφος]], σε αντίθ. προς το ίσιο [[σπαθί]] ([[ξίφος]]), σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> είδος ξυραφιού, <i>μιᾷ μαχαίρᾳ</i>, με τη [[μονή]] [[λεπίδα]] του ξυραφιού, σε αντίθ. προς το [[διπλῆ]] [[μάχαιρα]], [[ψαλίδι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μάχαιρα:''' ἡ<b class="num">1)</b> жертвенный нож Hom.; поварской нож Her.; садовый нож или ножницы Plat.: [[μία]] μ. Arph. бритва;<br /><b class="num">2)</b> короткая сабля или кинжал (μάχαιραν [[μᾶλλον]] ἢ ξιφος ἐπαινοῦμεν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> меч ([[βαλεῖν]] οὐκ εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν NT);<br /><b class="num">4)</b> махера (неизвестный нам минерал, похожий на железо) Arst., Plut.
}}
}}