Anonymous

μεγαλοεργία: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοεργία:''' ἡ, συνηρ. -ουργία, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μεγᾰλοεργία:''' ἡ, συνηρ. -ουργία, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοεργία:''' стяж. μεγᾰλουργία ἡ<br /><b class="num">1)</b> величие, великолепие Luc.;<br /><b class="num">2)</b> щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).
}}
}}