Anonymous

μεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθύσκω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἐμέθῠσα</i> — Παθ., μέλ. <i>μεθυσθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμεθύσθην</i>, θαμιστικό του [[μεθύω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεθώ]] [[συχνά]], δηλητηριάζομαι (λόγω αλκοολισμού), [[μεθοκοπώ]], σε Πλάτ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] πόσιμο, [[ποτίζω]], [[υγραίνω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[μεθύω]], [[πίνω]] ελεύθερα, άφθονα, [[μεθώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.· αόρ. αʹ <i>ἐμεθύσθην</i>, είμαι μεθυσμένος, σε Ευρ., Δημ.· <i>νέκταρος</i>, από [[νέκταρ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μεθύσκω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἐμέθῠσα</i> — Παθ., μέλ. <i>μεθυσθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμεθύσθην</i>, θαμιστικό του [[μεθύω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεθώ]] [[συχνά]], δηλητηριάζομαι (λόγω αλκοολισμού), [[μεθοκοπώ]], σε Πλάτ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] πόσιμο, [[ποτίζω]], [[υγραίνω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[μεθύω]], [[πίνω]] ελεύθερα, άφθονα, [[μεθώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.· αόρ. αʹ <i>ἐμεθύσθην</i>, είμαι μεθυσμένος, σε Ευρ., Δημ.· <i>νέκταρος</i>, από [[νέκταρ]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθύσκω:''' (fut. μεθύσω с ῠ)<br /><b class="num">1)</b> поить допьяна, опьянять (δι᾽ ἡδονῆς Plat.; τινὰ οἴνῳ Luc.); pass. пьянеть (νέκταρος Plat.; οἴνῳ и ἐκ τοῦ οἴνου Plat.): πίνων οὐ μεθύσκεται Xen. он пьет и не пьянеет;<br /><b class="num">2)</b> окроплять, орошать (τέφρην, βωμοὺς ἐν γάλακτι Anth.).
}}
}}