Anonymous

μέθυσος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέθῠσος:''' -η, -ον ([[μεθύω]]), [[πότης]], [[αλκοολικός]], [[μέθυσος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''μέθῠσος:''' -η, -ον ([[μεθύω]]), [[πότης]], [[αλκοολικός]], [[μέθυσος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέθῠσος:''' опьяненный, напившийся, пьяный ([[γραῦς]] Arph.; μέθυσόν τινα ποιεῖν Men.).
}}
}}