3,276,932
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαρμάρεος:''' [μᾰ], -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λάμπει, σπινθηροβολεί, απαστράπτει, ακτινοβολεί, λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· επίσης, <i>ἃλς μαρμαρέη</i>, απαστράπτουσα [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[μαρμάρινος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μαρμάρεος:''' [μᾰ], -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λάμπει, σπινθηροβολεί, απαστράπτει, ακτινοβολεί, λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· επίσης, <i>ἃλς μαρμαρέη</i>, απαστράπτουσα [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[μαρμάρινος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαρμάρεος:''' (ᾰρ) [[μαρμαίρω]] блистающий, сверкающий ([[αἰγίς]], ἅλς Hom.; πύλαι Hes.; αὐγαί Arph.), по по друг. [[μάρμαρος]] II] мраморный ([[δόμος]] Anth.). | |||
}} | }} |