Anonymous

μεγαλαλκής: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλαλκής:''' -ές ([[ἀλκή]]), αυτός που είναι [[πολύ]] [[δυνατός]], στον Πλούτ.
|lsmtext='''μεγᾰλαλκής:''' -ές ([[ἀλκή]]), αυτός που είναι [[πολύ]] [[δυνατός]], στον Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλαλκής:''' весьма сильный, могучий ([[πίστις]] Plut.).
}}
}}