Anonymous

μεθάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθάλλομαι:''' αποθ., συγκεκ. μτχ. αόρ. βʹ [[μετάλμενος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδώ]] ή [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ορμώ]] κάποιον σε αγώνα, σε ίδ.
|lsmtext='''μεθάλλομαι:''' αποθ., συγκεκ. μτχ. αόρ. βʹ [[μετάλμενος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδώ]] ή [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ορμώ]] κάποιον σε αγώνα, σε ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθάλλομαι:''' (только part. aor. sing. [[μετάλμενος]] из *μεθάλμενος) наскакивать, набрасываться ([[Τρώεσσι]], sc. τοῖς μήλοις Hom.).
}}
}}